- αυτισμός
- Όρος ψυχιατρικός που υποδηλώνει την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα ύστερα από κάποια διαταραχή της αισθητικότητας και της θέλησης. Ο α. είναι χαρακτηριστικός στους σχιζοφρενείς και εκδηλώνεται με μια αναδίπλωση στον ίδιο τους τον εαυτό, καθώς και με την απώλεια κάθε ενδιαφέροντος για το περιβάλλον, έτσι ώστε να χαρακτηρίζεται ως μια κλειστή πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά. Πρόσφατα διαπιστώθηκε στα βρέφη, κατά το πρώτο έτος της ζωής τους μια ιδιαίτερη μορφή α. (βρεφικός α.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ανάγκης ανθρώπινων επαφών με τη μητέρα και τα πρόσωπα του περιβάλλοντος. Αυτή η διαταραχή συνοδεύεται από καθυστέρηση της ομιλίας και ανικανότητα για οργανωμένο παιχνίδι.
* * *οτο να αποκρούει ένα άτομο την επαφή με τον εξωτερικό κόσμο και να αναδιπλώνεται στον εσωτερικό του κόσμο.
Dictionary of Greek. 2013.